Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὴν ἀσθενοῦσαν

См. также в других словарях:

  • σκύλλω — ΜΑ 1. ξεσχίζω σαν σκύλος, κατασπαράσσω 2. μτφ. εμβάλλω κάποιον σε ταραχή ή στενοχώρια, ταράζω (α. «τὴν ἀσθενοῡσαν σκύλλειν», Σωρ. β. «τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον», ΚΔ) 3. (το μέσ. και παθ.) σκύλλομαι στενοχωριέμαι (α. «Κύριε, μή σκύλλου», ΚΔ β …   Dictionary of Greek

  • ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»